Η Τσούκνα
Η Τσούκνα.Η γυναικεία φορεσιά της περιοχής Καβακλί της Ανατολικής Ρωμυλίας -Βόρειας Θράκης ονομαζόταν “Τσούκνα”.Τα κύρια τμήματα της φορεσιάς ήταν το πουκάμισο”του πχάμσου” και η “τσούκνα”.Τσούκνες ονομάζονταν γενικά ολόκληρη η φορεσιά, τόσο η νεανική όσο και των ενηλίκων γυναικών. Το πουκάμισο ήταν το εσωτερικό βαμβακερό τμήμα της φορεσιάς και έφερε μανίκια.Τα μανίκια και το πάνω μέρος του πουκάμισου ήταν βαμμένα σε γαλάζιο σκούρο χρώμα. Το κάτω απο τη μέση τμήμα του πουκάμισου ήταν άσπρο περασμένο με λουλάκι”λουλακιασμένου”. Γύρω στον ποδόγυρο υπήρχε πλούσιο κέντημα που προεξείχε κάτω απο τον ποδόγυρο της τσούκνας.
Τα μανίκια του πουκάμισου φάρδαιναν προς τον καρπό σε γραμμή Α΄και είχαν πλούσιο κέντημα στο τελείωμά τους ,συνήθως λουλούδια.Στα μανίκια αντί ραφής υπήρχε κέντημα “οι μέρτζις”,που ένωνε τα δύο άκρα του υφάσματος στην εξωτερική πλευρά,κατα μήκος του βραχίωνα και του αντιβραχίου.Η τσούκνα αποτελεί το εξωτερικό μάλλινο αμάνικο τμήμα της φορεσιάς. Υπήρχαν δύο τύποι τσούκνας “οι μπέλκις” και τα “ουβαλνά”. Ουβαλνά φορούσαν οι μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. Ουβαλνά ονoμάζεται επίσης το κέντημα του ποδόγυρου της τσούκνας γιατί υποτίθεται ότι προσομοιάζει με τα μάτια του βουβαλιού. “Οι μπέλκις” ήταν η φορεσιά των νεαρών γυναικών.
Το όνομα αυτό οφείλεται στο ειδικό στόλισμα του ποδόγυρου του εξωτερικού αμάνικου μάλλινου τμήματος της φορεσιάς στις “μπέλκις”. Τις τσούκνες για τις νεαρές γυναίκες τις “μπέλκωναν” ‘οπως έλεγαν,δηλ. δημιουργούσαν τις “μπέλκις”. Οι μπέλκις αποτελούνταν απο μικρά μεταξωτά κομμάτια υφάσματος,πολύχρωμα,με φωτεινά εναλλασσόμενα χρώματα,κίτρινο του κρόκου,κροκί,βυσσινί,γαλάζιο,κυπαρισσί,που ράβονταν πιο πάνω απο το κέντημα του ποδόγυρου,κάθετα το ένα δίπλα στο άλλο και μεταξύ τους παρεμβάλλονταν λεπτή,στενή,μεταξωτή κορδέλλα,στο χρώμα του χρυσού. Απο τη μέση και κάτω η τσούκνα φάρδαινε όπως και στην περίπτωση του πουκάμισου δημιουργώντας γραμμή Α¨.
Τις τσούκνες τις “σούφρωναν”δημιουργούσαν δηλ.πιέτες, “σούφρις”,απο τη μέση και κάτω,μέχρι περίπου στο ύψος του κεντήματος του ποδόγυρου. Έραβαν με κλωστή, προσωρινά, στενές πιέτες κατά μήκος του ενδύματος,βουτούσαν το μέρος αυτό της τσούκνας σε ζεματιστό νερό και κρεμούσαν στο κάτω μέρος του ρούχου ένα βάρος ώστε “οι σούφρις” να είναι μόνιμες. Το πρόσθιο τμήμα της τσούκνας και του πουκάμισου στο ύψος του στήθους οναμαζόταν “κόρφος”. Ο κόρφος της τσούκνας ήταν πολυκεντημένος,συνήθως μόνο με μεταξωτή κλωστή,σε φωτεινά χρώματα,όμοια με τις μπέλκες στην περίπτωση νεανικής φορεσιάς και σκουρότερα για τις φορεσιές των μεγαλύτερης ηλικίας γυναικών. Το κέντημα κάλυπτε όλον τον κόρφο.
Για διευκόλυνση του κεντήματος ,καθάριζαν το χνούδιτου μάλλινου υφάσματος, με λεπτό ξυραφάκι, ώστε να γίνονται πιο ευδιάκριτες οι κλωστές του υφάσματος κατά τη διαδικασία του κεντήματος. Τα σχέδια του κεντήματος παράλλασαν ανάλογα με την ηλικία και την κοινωνική κατάσταση της γυναίκας [ανύπαντρη, παντρεμένη, χήρα}. Ήταν συγκεκριμένα και σε μικρό αριθμό όσον αφορά την ποικιλία των σχεδίων. Για το κέντημα χρησιμοποιούσαν μετάξι, μαλλί και άσπρο βαμβάκι “λουλακιασμένου”. Με το “λουλάκιασμα” το άσπρο βαμβάκι έπαιρνε ανοιχτό γαλάζιο χρώμα “ιράνιου”, ουράνιο. Στη μέση της λαιμουδιάς του κόρφου της τσούκνας αλλά και του πουκάμισου υπήρχε κάθετο άνοιγμα για διευκόλυνση κατά την ένδυση, η “λιμαριά”.
Σε όλα τα τελειώματα του ρούχου ,του πουκάμισου και της τσούκνας ,ποδόγυρο,μανίκια, λαιμουδιά,δεν υπήρχε το κλασσικό γύρισμα του υφάσματος αλλά κέντημα που κάλυπτε το κομμένο ύφασμα.Το μήκος της φορεσιάς έφτανε περίπου στο μέσο της κνήμης.Το “πανί” της τσούκνας ήταν υφασμένο στον αργαλειό του σπιτιού με διαλεχτό άσπρο μαλλί. Το ύφασμα για την τσούκνα το έστελναν στου “ντριστάρου, στου ντουλαπτσή”, στον τεχνίτη που στη “ντρίστα”, ντουλάπι-νεροτριβή, χτυπούσε το πανί ώστε να γίνει μαλακότερο και πιο πυκνό. Το πανί πριν το βάψουν “του μπλουστούριαζαν”, το βουτούσαν δηλ. σε βραστό νερό στο οποίο είχαν βράσει ρίζες απο “μπλουστούρια” {είδος λάπατου}. Με το μπλουστούριασμα το ύφασμα έπαιρνε ανοιχτό μπέζ χρώμα.
Η διαδικασία αυτή αποσκοπούσε στο να γίνει πιο σταθερή η επακόλουθη βαφή,που ήταν το μαύρο χρώμα για τις ηλικιωμένες και το σκούρο μπλέ χρώμα για τις νέες γυναίκες. Ακολουθούσε η ραφή του ενδύματος που ήταν όμοια σε όλες τις τσούκνες ανεξάρτητα της ηλικίας. Την ραφή του ενδύματος αναλάμβανε ο τερζής {ράφτης} που υπολόγιζε τα μέτρα του ρούχου από μακριά με το μάτι χωρίς μεζούρα “μι του μάτ{ι}.
Συμπλήρωμα της φορεσιάς ήταν το ζωνάρι “του ζνάρ{ι}”, που είχε ικανό φάρδος, περίπου τριάντα εκατοστά, ώστε να καλύπτει τη μέση και ικανό μήκος περίπου τρία μέτρα ώστε να τυλίγεται πολλές φορές γύρω απ΄τη μέση πάνω από την τσούκνα διατηρώντας τη θερμοκρασία του σώματος.Τα δυό άκρα στο ζωνάρι τελείωναν λοξά και στο άκροτους έφεραν μικρές φούντες “φουντούδις” στα ίδια χρώματα με το ζωνάρι. Το ελεύθερο τμήμα του στερεώνονταν στη μέση με την “κάντζιου” {σκύλλα}, ασημένια γαντζάκια,που είχαν ενσωματωμένα στις άκρες τους μικρά ασημένια νομίσματα.Εξάρτημα της φορεσιάς ήταν η ποδιά “η πιστίρκα”, μάλλινη πολύχρωμη σε συγκεκριμένα σχέδια, ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας.
Το μάκρος της πιστίρκας ήταν κατά δέκα εκατοστά περίπου μεγαλύτερο του πουκάμισου και πρόβαλε κάτω από το κέντημα της φορεσιάς. Η ποδιά δένονταν στο πλάι της μέσης με δύο “μπλαζντιρά”,δεξιό και αριστερό,μάλλινα πλατιά κορδόνια που πλέκονταν με τα χέρια,χωρίς βελονάκι, με κλωστές στα χρώματα της ποδιάς που κατέληγαν σε μικρή φούντα. Το κεφάλι στολίζονταν με τα “τσιουμπέρια”, πολύχρωμα μαντήλια αγορασμένα “αγοραστά”, με έντονα χρώματα, κόκκινο, κίτρινο, βυσσινί,κεραμιδί,μαύρο,ουράνιο,με σταμπωτά σχέδια λουλουδιών συνήθως γύρω – γύρω. Κάτω απ΄τα τσιουμπέρια στο πρόσθιο μέρος της κεφαλής στη ρίζα των μαλλιών τοποθετούνταν ο ¨ντουράς” .
Ήταν ένας κύλινδρος από βαμβάκι περίπου δύο τριών εκατοστών ντυμένος με μαύρο πανί που κατέληγε σε δυό κορδόνια που δένονταν στο πίσω μέρος του κεφαλιού κάτω απ΄τα μαλλιά. Δημιουργούσαν έτσι μια μικρή προεξοχή στο πρόσθιο μέρος της κεφαλής όπου στηρίζονταν τα τσιουμπέρια για να είναι σταθερά “ντούρα”.
Το μέτωπο στολίζονταν με “του λουλουδουστέφανου” ένα κόσμημα απο φλουριά.Το “λουλουδουστέφανου” τοποθετούνταν στο μέτωπο στη ρίζα των μαλλιών και με δυό κορδόνια δένονταν κάτω απ΄τα μαλλιά στο πίσω στο κεφάλι. Από τη μέση του λουλουδουστέφανου άρχιζε η “μπάπκα” που σχηματίζονταν με διπλή σειρά από φλουριά ραμμένα με τον ίδιο τρόπο πάνω σε μαύρη κορδέλα σε σχήμα γλώσσας.
Η “μπάπκα” που στόλιζε το μέτωπο έφτανε μέχρι το μέσον του μετώπου μεταξύ της ρίζας της μύτης και της ρίζας των μαλλιών. Η μπάπκα αποτελούσε με το στολδοστέφανο ένα ενιαίο κόσμημα. Στα πόδια φορούσαν “τσιαράπια”, μάλλινες κάλτσες άσπρες η μαύρες πλεγμένες στο χέρι ή στην πλεκτομηχανή που έφταναν μέχρι το γόνατο. Τα επίσημα παπούτσια ήταν “οι κουντούρις” μαύρα με χαμηλό χονδρό τακούνι.
Απο το βιβλίο της Παπασταϊκούδη Κωνσταντίνας “Το δημοτικό τραγούδι της Ανατολικής Ρωμυλίας”